μετάδοση

μετάδοση
η (ΑM μετάδοσις) [μεταδίδω]
1. το να δίνει κάποιος σε άλλον μέρος από τα δικά του ή μέρος από κάτι («σίτων καὶ ποτῶν μετάδοσις», Ξεν.)
2. γνωστοποίηση, ανακοίνωση, κοινοποίηση («η μετάδοση τών ειδήσεων από το ραδιόφωνο γίνεται κάθε ώρα»)
3. η μόλυνση ατόμου από νόσημα το οποίο έχει προσβάλλει άλλο άτομο («μετάδοση τής ηπατίτιδας»)
νεοελλ.
1. εκκλ. α) το να μεταλαβαίνει κάποιος, το να κοινωνεί, η μετάληψη τών αχράντων μυστηρίων
β) το σώμα και το αίμα τού Χριστού που δίνεται για μετάληψη («η αγία μετάδοση» — η θεία κοινωνία)
2. τεχνολ. η μεταβίβαση τού κινητήριου έργου από ένα όργανο σε άλλο ή από μια μηχανή σε άλλη, μεταβίβαση που γίνεται είτε με εύκαμπτους ευλύγιστους συνδέσμους είτε με απευθείας έλεγχο
(επικοιν.) η μεταβίβαση
4. φρ. α) «μετάδοση δεδομένων»
(πληροφ.) μετάδοση πληροφοριών ψηφιακής μορφής μεταξύ δύο ή περισσότερων σημείων μέσω τηλεπικοινωνιακών κυκλωμάτων
β) «δεν έχω κρασί ούτε για μετάδοση» — δεν έχω ούτε σταγόνα κρασί
αρχ.
1. ανταλλαγή εμπορευμάτων
2. συνεισφορά, έρανος
3. κοινοποίηση, επίδοση εγγράφου
4. μεταδοτική νόσος, μόλυσμα, μίασμα
5. υπόθεση προς συζήτηση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μετάδοση — η το να μεταδίνει κανείς κάτι: Η μετάδοση της αρρώστιας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μετάδοση δεδομένων — Πρόκειται για τη ψηφιακή μ.δ. από μια συσκευή πομπό σε μια συσκευή δέκτη. Η ταχύτητα και η αξιοπιστία μετάδοσης ενός σήματος εξαρτώνται από πολλούς παράγοντες, με βασικότερο τον τρόπο μετάδοσης. Οι τρόποι μετάδοσης ενός σήματος είναι η σειριακή… …   Dictionary of Greek

  • ραδιοφωνία ενσύρματη — Μετάδοση ραδιοφωνικών προγραμμάτων από τον εκπέμποντα σταθμό στους ακροατές μέσω καλωδίων. Η μετάδοση αυτή πραγματοποιείται σε μερικές περιπτώσεις μέσω κατάλληλων συνδέσεων, με τη χρησιμοποίηση σημάτων ακουστικής συχνότητας· στην περίπτωση αυτή η …   Dictionary of Greek

  • ασύρματη επικοινωνία — Τα διάφορα συστήματα με τα οποία είναι δυνατή η χωρίς σύρματα επικοινωνία, καθώς και οι συσκευές που χρησιμοποιούνται. Α.ε. είναι ο ελληνικός όρος που αντιστοιχεί στον ξενικό Radio, ο οποίος χρησιμοποιείται στη σύντομη αυτή μορφή για να… …   Dictionary of Greek

  • μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από …   Dictionary of Greek

  • διαμόρφωση — Όρος που χρησιμοποιείται συχνά στη φυσική, κυρίως σε ό,τι αφορά την ασύρματη επικοινωνία. Δ. κύματος αποκαλείται, για παράδειγμα, η μεταβολή των χαρακτηριστικών του ηλεκτρομαγνητικού κύματος, που καλείται φορέας, από κάποιο πληροφοριακό σήμα, με… …   Dictionary of Greek

  • οδοντωτός τροχός — Μηχανισμός κατάλληλος για τη μετάδοση κίνησης από έναν κινητήριο σε έναν κινούμενο άξονα· αποτελείται από τροχούς, στην περιφέρεια των οποίων είναι διαμορφωμένες προεξοχές (δόντια) σε κανονικά διαστήματα και με κατάλληλο σχήμα. Η βάση των δοντιών …   Dictionary of Greek

  • αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …   Dictionary of Greek

  • μόνωση — Η χρήση κατάλληλων υλικών ή η εφαρμογή ειδικών τεχνικών λύσεων για την αποτελεσματική προστασία χώρων, εγκαταστάσεων, συσκευών ή αντικειμένων από τη διάδοση φυσικών φαινομένων, όπως οι θόρυβοι (ηχομόνωση), η θερμότητα (θερμομόνωση), οι κραδασμοί …   Dictionary of Greek

  • σύνδεσμος — Μόριο που έχει το ρόλο να συνδέει μεταξύ τους δύο ή περισσότερους όρους σε μια πρόταση ή να ενώνει δύο ή περισσότερες προτάσεις. Οι σ. ανήκουν στα μορφολογικά άκλιτα εκείνα στοιχεία (προθέσεις, επιρρήματα), των οποίων ο ρόλος είναι να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”